- εξιδανίκευση
- [-ις (-εως)] η идеализация
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξιδανίκευση — η [εξιδανικεύω] η απόδοση σε πρόσωπο ή πράγμα τών χαρακτηριστικών τού ιδανικού … Dictionary of Greek
εξιδανίκευση — η το να εξιδανικεύσει κάποιος κάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων … Dictionary of Greek
αναγωγή — Η ανύψωση (από το ρήμα ανάγω = ανυψώνω)· η μετατροπή ποσότητας ή έννοιας σε άλλη, ισοδύναμη ή ταυτόσημη· η αναφορά σε κάτι προηγούμενο. Ο Πλάτων στην Πολιτεία χρησιμοποιεί μεταφορικά τον όρο, για να προσδιορίσει την επίδραση της αγωγής, η οποία,… … Dictionary of Greek
ειδύλλιο — Όρος ο οποίος αρχικά αντιστοιχούσε στο σύντομο ποίημα. Από το περιεχόμενο του μεγαλύτερου μέρους των Ειδυλλίων του Θεόκριτου (3ος αι. π.Χ.), στη συνέχεια του Μόσχου (2ος αι. π.Χ.) και κατόπιν του Βίωνα (1ος αι. π.Χ.), που ήταν κυρίως βουκολικό,… … Dictionary of Greek
εξαΰλωση — Φαινόμενο, κατά το οποίο ένα σωμάτιο, όταν συναντήσει το αντίστοιχο αντισωμάτιό του, εξουδετερώνει το αντίθετο ηλεκτρικό φορτίο αυτού, εξαφανίζεται μαζί του, και η ισοδύναμη προς τη μάζα του ζεύγους ενέργεια ελευθερώνεται με τη μορφή ακτίνων… … Dictionary of Greek
εξιδανικευτικός — ή, ό [εξιδανίκευση] αυτός που εξιδανικεύει … Dictionary of Greek
εξπρεσιονισμός — Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα. Εκδηλώθηκε στη Γερμανία από το 1910 έως το 1925 και αντιπροσωπεύει τη γερμανική παραλλαγή της μεγάλης ευρωπαϊκής επανάστασης της πρωτοπορίας. Τον όρο ε. χρησιμοποίησε πρώτη φορά το 1901 στη Γαλλία ο ζωγράφος… … Dictionary of Greek
ιδανίκευση — η η ανύψωση κάποιου πράγματος ή κάποιας ιδιότητας σε ιδανική μορφή, η εξιδανίκευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδανικεύω. Η λ. στον λόγιο τ. ιδανίκευσις μαρτυρείται από το 1871 στο περιοδικό Νέα Πανδώρα από τον Π. Βράιλα Αρμένη] … Dictionary of Greek
μηχανισμός — ο 1. (μηχανολ.) το σύνολο τών μέσων που χρησιμοποιούνται σε μια μηχανική κατασκευή και τα οποία αποσκοπούν στη μετάδοση και τη διαμόρφωση τής κίνησης σε μια μηχανή ή σε ένα σύνολο μηχανικών εξαρτημάτων 2. χημ. η περιγραφή τών διαφόρων σταδίων που … Dictionary of Greek
πρόδικος — (5ος αι. π.X.). Έλληνας φιλόσοφος που γεννήθηκε στην Κέα. Είναι ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της σοφιστικής κίνησης. Περιόδευσε πολύ καιρό όλη την Ελλάδα σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία ιδιαίτερα στην Αθήνα, όπου πήγε ως πρεσβευτής, και … Dictionary of Greek